- χειμωνόθεν
- χειμωνόθεν, Adv.A in a storm, Arat.995.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειμωνόθεν — in a storm indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμωνόθεν — Α (ποιητ. τ.) επίρρ. κατά τη διάρκεια θυελλώδους καιρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειμών, ῶνος + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. νοτό θεν, ποντό θεν)] … Dictionary of Greek